- θεοῦμαι
- θεάομαιgaze atpres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic)θεάωgaze atpres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεώ — θεῶ, όω (ΑΜ) βλ. θεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < υποτακτ. θεωθώ του παθ. αορ. εθεώθην του ρ. θεούμαι] … Dictionary of Greek
θεώνω — (ΑΜ θεῶ, όω) [θεός] 1. χαρίζω θεϊκές ιδιότητες σε κάποιον, τόν κάνω να μετάσχει στην ουσία τού θεού 2. παθ. θεώνομαι, θεοῡμαι μεταλαμβάνω τής ουσίας τού θεού, γίνομαι μέτοχος τού θεού με τα μυστήρια τής Εκκλησίας και με την πνευματική άσκηση αρχ … Dictionary of Greek
συνθεώ — όω, Μ (κυρίως το μέσ.) συνθεοῡμαι, όομαι γίνομαι θεός και εγώ επίσης, αποκτώ θεϊκή υπόσταση ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεοῦμαι «μετέχω τής θείας ουσίας» (< θεός)] … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0327 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c չ. θεούμαι deificor Աստուած կամ իբրեւ զԱստուածանման լինել: Ասի զսատանայէ եւ զնախաստեղծից ʼի կարգի փառասիրութեան. *Սատանայ՝ որ աստուածանալն կամեցաւ. Յճխ. ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)